επιθετικός

επιθετικός
-ή, -ό (AM ἐπιθετικός, -ή, -όν)
1. αυτός που έχει την ιδιότητα ή την τάση να επιτίθεται («επιθετική συμπεριφορά», «τὸν στρατηγὸν εἶναι χρὴ ἐπιθετικόν», Στράβ.)
2. γραμμ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε επίθετο, που έχει την ιδιότητα ή τη θέση επιθέτου («επιθετικός προσδιορισμός»)
νεοελλ.
1. (για ενέργεια) αυτός που έχει χαρακτήρα επιθέσεως («επιθετική κίνηση»)
2. αυτός που εκδηλώνεται με επίθεση («επιθετικός πόλεμος»)
3. (για πολεμικά όργανα) αυτός που χρησιμεύει για επίθεση («επιθετικά όπλα»)
αρχ.
1. τολμηρός, επιχειρηματικός
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπιθετικόν
α) επιχείρηση
β) επίθετο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἐπιθετικός — ready to attack masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επιθετικός — ή, ό επίρρ. ά 1. που ανήκει ή αναφέρεται στην επίθεση, ο κατάλληλος για επίθεση, που χρησιμεύει για επίθεση: Επιθετικά όπλα. 2. που έχει χαρακτήρα επίθεσης, που γίνεται για επίθεση ή με επίθεση: Επιθετικό ύφος. – Επιθετική κίνηση. 3. που έχει… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐπιθετικά — ἐπιθετικός ready to attack neut nom/voc/acc pl ἐπιθετικά̱ , ἐπιθετικός ready to attack fem nom/voc/acc dual ἐπιθετικά̱ , ἐπιθετικός ready to attack fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιθετικώτερον — ἐπιθετικός ready to attack adverbial comp ἐπιθετικός ready to attack masc acc comp sg ἐπιθετικός ready to attack neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιθετικῶν — ἐπιθετικός ready to attack fem gen pl ἐπιθετικός ready to attack masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιθετικόν — ἐπιθετικός ready to attack masc acc sg ἐπιθετικός ready to attack neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιθετικώτατον — ἐπιθετικός ready to attack masc acc superl sg ἐπιθετικός ready to attack neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιθετικαί — ἐπιθετικός ready to attack fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιθετικοῖς — ἐπιθετικός ready to attack masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιθετικοί — ἐπιθετικός ready to attack masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”